- μακρύθωρος
- η , ο дальнозоркий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακρύθωρος — η, ο αυτός που έχει οξεία όραση και μπορεί να βλέπει μακριά, οξυδερκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρύς + θωρος (< θ. θωρ τού θωρώ), πρβλ. γλυκό θωρος, κοντό θωρος] … Dictionary of Greek